17/11/10

ΚΑΝΕ ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΙΑ ΘΥΣΙΑ...

Η θυσία για το καλό του αρρώστου. Αν ζητούμε κάτι από το Θεό, χωρίς να θυσιάζουμε και κάτι, δεν έχει αξία. Αν κάθομαι και λέω: «Θεέ μου, Σε παρακαλώ, κάνε καλά τον τάδε άρρωστο», χωρίς να κάνω κάποια θυσία, είναι σαν να λέω απλώς καλά λόγια. Ο Χριστός να δει την αγάπη μου, τη θυσία μου, και τότε θα εκπληρώσει το αίτημά μου, αν βέβαια αυτό είναι για το πνευματικό καλό του άλλου. Γι’ αυτό, όταν οι άνθρωποι σας ζητούν να προσευχηθείτε για κάποιον άρρωστο, να τους λέτε να προσευχηθούν και αυτοί ή τουλάχιστον να αγωνισθούν να κόψουν τα κουσούρια τους. Μερικοί άνθρωποι έρχονται και μου λένε: «Κάνε με καλά· έμαθα ότι μπορείς να με βοηθήσεις». Θέλουν όμως να βοηθηθούν, χωρίς οι ίδιοι να καταβάλλουν καθόλου προσπάθεια. Λες λ.χ. στον άλλον: «μην τρως γλυκά, κάνε αυτήν τη θυσία, για να σε βοηθήσει ο Θεός», και σου λένε: «Γιατί; Δεν μπορεί να με κάνει καλά ο Θεός;». Δεν κάνουν μια θυσία για τον εαυτό τους, πόσο μάλλον να θυσιασθούν για τον άλλον.
Άλλος δεν τρώει γλυκά, για να βοηθήσει ο Χριστός όσους πάσχουν από ζάχαρο, ή δεν κοιμάται, για να δώσει λίγο ύπνο ο Χριστός σ’ αυτούς που πάσχουν από αϋπνίες. Έτσι συγγενεύει ο άνθρωπος με το Θεό. Τότε ο Θεός δίνει τη Χάρη Του. Εγώ, όταν μου λέει κάποιος πως δεν μπορεί να προσευχηθεί για κάποιον δικό του που είναι άρρωστος, του λέω να κάνει και αυτός μια θυσία για τον άρρωστο. Συνήθως του λέω να κάνει κάτι που θα είναι καλό και για τη δική του υγεία.
Ήρθε κάποτε από τη Γερμανία στο Καλύβι ένας πατέρας, που το κοριτσάκι του είχε αρχίσει να παραλύει. Οι γιατροί το είχαν ξεγράψει. Ήταν ο καημένος τελείως απελπισμένος. «Κάνε κι εσύ μια θυσία, του είπα, για την υγεία του παιδιού σου. Να κάνεις μετάνοιες, δεν μπορείς· να προσευχηθείς, δεν μπορείς, εντάξει. Πόσα τσιγάρα καπνίζεις την ημέρα;». «Τεσσεράμισι κουτιά», μου λέει. «Να καπνίζεις ένα κουτί, του λέω, και τα χρήματα που θα έδινες για τα υπόλοιπα να τα δίνεις σε κανέναν φτωχό». «Να γίνει, Πάτερ, καλά το παιδί, μου λέει, και εγώ θα το κόψω το τσιγάρο». «Ε, τότε δε θα έχει αξία· τώρα πρέπει να το κόψεις· πέταξε το τσιγάρο, του λέω. Δεν αγαπάς το παιδί σου;». «Εγώ δεν αγαπώ το παιδί μου; Από τον πέμπτο όροφο πετιέμαι κάτω για την αγάπη του παιδιού μου», μου λέει. «Εγώ δε σου λέω να πεταχτείς από τον πέμπτο όροφο κάτω, θα αφήσεις το παιδί σου στο δρόμο κι εσύ θα χάσεις την ψυχή σου. Εγώ σου λέω να κάνεις κάτι εύκολο. Να, πέταξε τώρα τα τσιγάρα!». Με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να τα πετάξει. Και τελικά έφυγε έτσι και έκλαιγε! Πως να βοηθηθεί αυτός ο άνθρωπος; Ενώ όσοι ακούν βοηθιούνται. Μια άλλη μέρα ήρθε ένας που αγκομαχούσε από την πεζοπορία. Κατάλαβα ότι κάπνιζε πολύ και του είπα: «Βρε ευλογημένε, γιατί καπνίζεις τόσο; Θα πάθεις κακό». Μόλις ξελαχάνιασε και μπόρεσε να μιλήσει, μου είπε: «Η γυναίκα μου είναι πολύ άρρωστη και κινδυνεύει να πεθάνει. Σε παρακαλώ, κάνε μια προσευχή να γίνει κανένα θαύμα. Οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια». «Την αγαπάς την γυναίκα σου;», τον ρωτάω. «Την αγαπώ», μου λέει. «Τότε γιατί δεν κάνεις κι εσύ κάτι, για να τη βοηθήσεις; Αυτή έκανε ό,τι μπορούσε, οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν, και τώρα έρχεσαι εδώ, για να μου πεις να κάνω κάτι και εγώ, να προσευχηθώ, για να βοηθήσει ο Θεός. Εσύ όμως τι έκανες, για να βοηθηθεί η γυναίκα σου;». «Τι μπορώ να κάνω εγώ, Γέροντα;», με ρωτάει. «Αν σταματήσεις το κάπνισμα, του λέω, η γυναίκα σου θα γίνει καλά». Σκέφθηκα ότι, αν ο Θεός δει ότι δε συμφέρει πνευματικά στη γυναίκα του να γίνει καλά, τουλάχιστον θα γλιτώσει αυτός από το κακό που κάνει το τσιγάρο. Ύστερα από ένα μήνα ήρθε χαρούμενο να με ευχαριστήσει. «Γέροντα, σταμάτησα το κάπνισμα, μου είπε, και η γυναίκα μου έγινε καλά». Μετά από ένα διάστημα ξαναήρθε αναστατωμένος να μου πει ότι ξανάρχισε κρυφά να καπνίζει και η γυναίκα του έπεσε πάλι βαριά άρρωστη. «Το φάρμακο τώρα το ξέρεις, του είπα. Κόψε το τσιγάρο».